- σαθρός
- -ή, -ό / σαθρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.)2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β. «σαθροὶ λόγοι», Ευρ.)αρχ.1. (για μέρος τού σώματος που νοσεί ή που βρίσκεται σε κακή κατάσταση) ο μη υγιής («τὰ σαθρὰ ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται», Ιπποκρ.)2. μτφ. νοσηρός («πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι» — προτού κάποια νοσηρή σκέψη επέλθει σε αυτούς, δηλαδή πριν να γίνουν προδότες, Ηρόδ.)3. αυτός που δεν έχει ικανότητες, ανίκανος4. (για αγγείο) αυτός που έχει ρωγμές, ραγισμένος5. φθαρτός, πρόσκαιρος, παροδικός («τῶν δ' ἀφάντων κῡδος ἀντείνει σαθρόν», Πίνδ.).επίρρ...σαθρώς / σαθρῶς ΝΜΑσε επισφαλή, σε ετοιμόρροπη κατάσταση («σαθρῶς ἱδρυμένος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι συνδέσεις τού επιθ. σαθρός με τις λ. ψαθυρός «εύθραστος», σαπρός ή σήθω «κοσκινίζω, φιλτράρω» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Dictionary of Greek. 2013.